- βαλλήν
- βαλλήν και βαλήν, ο (Α)1. βασιλιάς2. ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, λ. μικρασιατικής προέλευσης, πιθ. φρυγική. Ο συσχετισμός του τ. βαλλήν με λατ. dēbilis «ανάπηρος, ασθενής» ή με το χαρ. Α' wal- ή Β' walo «βασιλιάς» ή, τέλος, με υποθετικό αραμ. ba'lēna «κύριός μας» δεν φαίνεται δυνατός].
Dictionary of Greek. 2013.